«Ξόανα»

Ένα διήγημα του Μιχάλη Νικολάου για την αντιμετώπιση του αρχαίου πολιτισμού από τη σύγχρονη κοινωνία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μονοκλ. «Ξόανα» ο τίτλος του διηγήματος.

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Ξόανα»:

Σε μια αίθουσα κρύα, γεμάτη γυαλί, χρυσό και καθωσπρεπισμό, τοποθετήθηκαν τα ξόανα, ξυλόγλυπτα αγάλματα αιώνες χωμένα στα έγκατα της γης, να εκτεθούν, να δοξαστούν ˙ μουντά, γεμάτα λάσπη, βρωμιά, χωρίς το πρέπον κάλλος όπως θα άρμοζε στο κύρος, στην ιστορία τους˙ φτιάχτηκαν για την περίσταση, κοσμική, κοσμογονική, κάλπικη, καθαρίστηκαν, βάφτηκαν, ντύθηκαν με πέπλα, μάσκα, μασκαράτα, έγιναν κομψά, φωτεινά, αποδεκτά από την κρυστάλλινη λάμψη ˙ άλλα ήταν με κομμένα τα κεφάλια, άλλα έχασαν το δεξί χέρι, το αριστερό, μερικά τα πόδια, αριστερά, δεξιά, τανάπαλιν, τα στηρίγματα έντεχνα επιβλητικά διακοσμημένα για το θεαθήναι, να κρατήσουν κάτι από την παλιά τους δόξα, να ορθώσουν ανάστημα, να δείξουν την όποια επιβολή διέθεταν ακόμη˙ η διάταξη ήταν συμμετρική, παρατακτική, απαγγελτική, υποτακτική, ένας μεγάλος ρόμβος με προεξέχον αυτόν που ήταν αρτιμελής, ξεχώριζε για τη μακριά του κώμη, το στιβαρό ανάστημα, το γυμνασμένο στήθος, το πρόσωπο ήταν φαιδρό γεμάτο ψωροπερηφάνια, ένιωθε πως ήταν ξεχωριστός, πως όλοι ακολουθούσαν το βήμα του, το αριστερό ελαφριά πίσω, στήριζε τον κορμό, το εγώ, το εμείς, το δεξί πιο μπροστά, κίνηση φυγής, αξιοπρέπειας˙ βαβούρα, φωνασκίες, χάχανα, μερμήγκιασμα για το θεαθήναι, τα πρόσωπα χλωμά, ένα διάχυτο παράπονο για τη συμπεριφορά του κοινού, απρεπείς τυχοδιώκτες, ασεβείς της ιστορίας, της θυσία, του μεγαλείου τους, βούιζαν σαν σφήκες τριγύρω από τη γύρη, χλεύαζαν την αναπηρία τους, τα βγαλμένα μάτια, τα κομμένα μέλη, τη φτήνια της κατασκευής τους, ατίμαζαν την παράδοση, την ιστορία, τη συνεισφορά τους, διατυμπάνιζαν μεγαλόφωνα την ασχήμια τους ˙ απέναντι το επιβλητικό γιγάντιο άγαλμα της ελευθερίας του τώρα, του ποτέ, της φωταγώγησης, του παντοτινού είναι, αγάλματα πέτρινα, μαρμάρινα, χρυσοποίκιλτα κοσμικά αποδεκτά, χωρίς στόματα, χωρίς ψυχές, υποταγμένα στο εγωκεντρικό σύστημα, χειροκροτήματα, επευφημίες ˙ αυτή η πολλή σινάφια μάρανε τα ξόανα που δεν το είχαν σύνηθες, πίκρανε την ψυχή, μάτωσε η καρδιά, πονούσαν για την απαξίωση, την ανέδυα, την ταπείνωση˙ τα στόματα έκλεισαν με χρωματιστές κορδέλες, σιωπές, νεκρά λόγια, οι γλώσσες κόπηκαν περίτεχνα, να μη φωνάζουν, μην παραπονεθούν, μη βρυχηθούν, νόσησαν το μυαλό, να μη σκέφτεται, μη λογίζεται, μην κρίνει για να μην κριθεί ˙ έγιναν ανεμώνες να πετάνε όπου θέλει ο άνεμος, μάραναν μέσα στη σκοτεινιά, την καταχνιά, το νέφος της απάτης, της ξευτίλας, της ονειροπαγίδας, του τυχοδιωκτισμού ˙ αντιλαμβάνονταν πως ήταν παράταιρα σ’ εκείνο το χώρο της χλιδής, στην εποχή του σκότους, του ερέβους, των αχερόντειων κρουστάλλων, ήθελαν φως, ήλιο, αέρα, κάτι από το παλιό τους μεγαλείο, να ζουν στη φύση, έξω από γυάλινους τοίχους, κάλπικους κόσμους, χίμαιρες, ανδρείκελα, κι όχι κούτσουρα ντυμένα σε μετάξι κάλπικο ˙ τελευταία αναπνοή βαθιά, μετά… έλιωσαν σαν τον κερί, αργά, τελειωτικά ˙ το βράδυ ωσάν έκλεισαν τα φώτα, μια γαλήνη περιέλουσε το χώρο, επί τέλους ο αρχηγός έδωσε το σύνθημα, το αριστερό πόδι μαζεύτηκε, το δεξί τέντωσε, ο ώμος ανασηκώθηκε ελαφριά, τα διαμελισμένα μέλη έστησαν ανάστημα, ένα – ένα έπεφταν στο γυαλιστερό πάτωμα, ατάραχα, αθόρυβα, χωρίς χειροκροτήματα και κονιορτό, όπως άρμοζε στην περίστασή τους. Το πρωί μια στοίβα από παλιόξυλα βρώμιζε την αίθουσα με τους κρυστάλλινους πολυελαίους και τα μαρμάρινα αγάλματα!