«Θανάσιμα Φεγγάρια» – Κριτική από το Dominica Amat

Αυτούσια η κριτική που δημοσιεύτηκε στο blog Dominica Amat για το βιβλίο του Μιχάλη Νικολάου «Θανάσιμα Φεγγάρια»

Γράφει η Κυριακή Γανίτη (Dominica Amat)

Από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας απασχολούν πολύ έντονα, κυρίως τους επιστήμονες που ειδικεύονται σε ανάλογα θέματα, οι αλλαγές που παρατηρούνται στο ηλιακό μας σύστημα και τα διάφορα, πρωτόγνωρα φυσικά φαινόμενα που κάνουν σπάνια την εμφάνισή τους και  πάντα μας προκαλούν δέος. Πολλά εξ αυτών, δε, είναι συνδεδεμένα με πεποιθήσεις αρκετών λαών και δογμάτων που τυγχάνει να τα συνδυάζουν ακόμη και με την αριθμολογία και να προσπαθούν να ”σπάσουν” τους όποιους κώδικες και κρυφά μηνύματα εμπεριέχονται μέσα τους. Το τι από όλα αυτά ισχύει ή όχι, μόνο η επιστήμη μπορεί να το αποδείξει.

Συνεχίζω σήμερα με ένα βιβλίο που μου άφησε αρκετά καλές εντυπώσεις και μπόρεσε και κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις αναγνωστικές μου απαιτήσεις και με κράτησε ”δέσμια” της ιστορίας του απ’ την αρχή έως και τον επίλογο. Ο λόγος για το αστυνομικό μυθιστόρημα του συγγραφέα κυρίου Μιχάλη Νικολάου, με τίτλο ”Θανάσιμα φεγγάρια”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Ένα γρήγορο, έντονο κι ενδιαφέρον βιβλίο που διαβάζεται με μία ανάσα.

”«Το πτώμα του άντρα ήταν άγρια κακοποιημένο και φρικτά κομματιασμένο […] Το στόμα του ορθάνοιχτο ήταν κομμένο στις δύο άκριες, που οι χαρακιές έφταναν μέχρι τους κροτάφους, ενώ το στομάχι του, όπως αποδείχτηκε απ’ την πρόχειρη εξέταση, ήταν γεμάτο χρυσά νομίσματα! Ήταν ημίγυμνος και στο στήθος του είχε βαθιές χαρακιές, όπως στα χέρια και στην πλάτη. Το αίμα έσταζε ακόμη πηχτό απ’ τα μάτια που άρχισε να ξεραίνεται, ενώ μερικές μύγες κάθισαν επάνω προκαλώντας αηδία σ’ έναν αστυνομικό, που έκανε εμετό έξω απ’ το παράθυρο. Στο πάτωμα υπήρχε πολύ αίμα, που έκανε ένα κύκλο γύρω απ’ την καρέκλα, ενώ τα γυμνά ποδάρια του κολυμπούσαν μέσα στο κόκκινο παχύρευστο υγρό. Για μια στιγμή το πρόσωπο του Οδυσσέα τσάκισε. Έδειχνε να χάνεται μέσα σε μια βαθιά άβυσσο σκέψεων και μια ήττα που δεν ξαναγνώρισε. Του το αναγνωρίζω. Με φρίκαρε πραγματικά!» Όταν ο αστυνομικός διευθυντής του τμήματος εγκλημάτων της μικρής μεσαιωνικής καστροπολιτείας ζητά τη συμβολή του ιδιωτικού ντετέκτιβ Οδυσσέα Πέλοπα στην εξιχνίαση μιας σειράς από φρικιαστικούς φόνους, αυτός αποδέχεται πιστεύοντας πως βρίσκεται ενώπιον ενός καινούριου μανιακού δολοφόνου. Η πορεία των ερευνών του, όμως, αποδεικνύει το τρομερό μυστικό που υποκρύπτεται πίσω από αυτά τα εγκλήματα. (Περίληψη οπισθοφύλλου)

Είναι αλήθεια πως το άκουσμα και μόνο της ύπαρξης ενός μανιακού, κατά συρροή δολοφόνου στην πόλη που ίσως να ζούμε, φαντάζει άκρως τρομακτικό και η ιδέα που μας γεννάται στο μυαλό πως εμείς είμαστε εν δυνάμει πιθανά θύματά του, προκαλεί ρίγη ανατριχίλας σε όλο μας το κορμί. Σαν να μας βρέχουν, ξαφνικά, με παγωμένο νερό. Επειδή, ευτυχώς, στη χώρα μας δεν είναι τόσα τα ανάλογα περιστατικά, το να διαβάζουμε ένα βιβλίο που να διαπραγματεύεται ένα τέτοιο ζήτημα, μας τρομάζει ακόμα περισσότερο. Το αίσθημα της επιβίωσης υπάρχει μέσα μας από την στιγμή που γεννιόμαστε και θεωρώ πως είναι ίσο, ίσως και ισχυρότερο, με το αίσθημα του φόβου. Τί γίνεται όταν συνδυάζονται αυτά τα δύο μαζί;

Ο λόγος του συγγραφέα είναι ομαλός και συνεχόμενος. Χρησιμοποιεί άφθονο, οικείο λεξιλόγιο και εικόνες περιγραφικές και ρεαλιστικές που βοηθούν τους αναγνώστες να τις προσεγγίσουν με την φαντασία τους. Δεν θα σταθώ σε 2-3 μικρά ορθογραφικά λάθη που είδα, καθώς δεν επηρέαζαν σε κανέναν βαθμό το νόημα της ιστορίας. Προφανώς έγιναν από κεκτημένη ταχύτητα. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν περιττές επαναλήψεις ή ”κοιλιές” που θα καθιστούσαν μονότονο και κουραστικό το βιβλίο. Κατά τ’ άλλα το βιβλίο είναι ευανάγνωστο και προσιτό. Σε αυτό βοηθά πολύ και η αληθοφανής σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Θα μπορούσαν να ήταν εμείς…

Κυρίαρχα συναισθήματα καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης είναι το μυστήριο, η αγωνία, ο φόβος, η απελπισία και η ελπίδα πως κάποια στιγμή ο εφιάλτης θα τελειώσει. Όλα αυτά εντείνονται παραπάνω από τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει ο συγγραφέας να μας παρουσιάσει όλη την πλοκή. Θέλει να μας δώσει την αίσθηση ότι είμαστε κι εμείς πρωταγωνιστές σε αυτήν την αστυνομική ιστορία και θα βοηθήσουμε με τον τρόπο μας για να διαλευκανθεί η υπόθεση.

Για να είμαι ειλικρινής κοντά στην μέση της ανάγνωσης του βιβλίου μπόρεσα να καταλάβω το που ήθελε ο συγγραφέας να οδηγήσει την υπόθεση και τι μοτίβο χρησιμοποιούσε και πάνω στο οποίο στηρίχθηκε. Αυτό, αντί να με αποτρέψει να ολοκληρώσω το βιβλίο, με έκανε να θέλω να φτάσω μέχρι το τέλος για να δω αν είχα σωστή ή λανθασμένη άποψη. Βέβαια, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το σκηνικό που είχε στήσει ο συγγραφέας και δεν μου άφηνε περιθώρια να αφήσω το βιβλίο στην άκρη. Δικαιώθηκα με την απόφασή μου να το πάω μέχρι τέλους, αφού ο επίλογος μου άρεσε πάρα πολύ. Και ξέρετε πως δίνω μεγάλη βαρύτητα στους επιλόγους των βιβλίων.

Εν κατακλείδι, έχουμε να κάνουμε με μία αξιόλογη συγγραφική προσπάθεια. Είτε είστε λάτρεις ανάλογων μυθιστορημάτων, είτε όχι, αξίζει της προσοχής σας. Πού ξέρετε; Μπορεί να σας αρέσει. Και μην ξεχνάτε κι αυτό. Κάποιες φορές οι άνθρωποι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύουμε πως είναι. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει απόλυτα τον άλλο που έχει απέναντί του. Πάντα θα υπάρχουν καλά κρυμμένα μυστικά. Ίσως και θανάσιμα… Αντέχετε να τα μάθετε;

Καλά σας αναγνώσματα!

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ