«Η Ζωή έφυγε»

Το διήγημα «Η Ζωή έφυγε…» του Μιχάλη Νικολάου δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο frear.gr

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Η Ζωή έφυγε…»:

Το ταξί σταμάτησε απότομα. Τα χρήματα ρίχτηκαν στη θέση του συνοδηγού. Κατέβηκε γρήγορα κι έτρεξε.

«Πόρτααα!»

«Βιάζομαι!».

Ψιχάλες δρόσισαν το πρόσωπο. Το παλτό ανέμισε στο αεράκι. Ανέβηκε τις σκάλες βαριανασαίνοντας, μπήκε στο διαμέρισμα, έριξε τον χαρτοφύλακα στην πολτό πολυθρόνα και πήρε απ’ το ντουλάπι την ταξιδιωτική τσάντα που ετοίμαζε εδώ και μέρες.

Επιτέλους! Μετά από 40 χρόνια ένδοξης ακαδημαϊκής καριέρας ήρθε η στιγμή ν’ αναπαυθώ. Παρέδωσε τις τελευταίες βαθμολογίες, τα κλειδιά του γραφείου, αποχαιρέτησε συναδέλφους, φοιτητές και προσωπικό κι ετοιμαζόταν τώρα για το ταξίδι της ζωής του. Όχι πλέον ταξίδια για συνέδρια και παρουσιάσεις. Καλά ήταν βέβαια όλα αυτά, αλλά τώρα μόνο ξεκούραση.

Στο ταξιδιωτικό γραφείο σάστισαν σαν τον άκουσαν να θέλει εισιτήριο για ταξίδι αναψυχής.

«Ναι, κυρίες και κύριοι, φεύγω για τον γύρο του κόσμου. Εισιτήρια χωρίς επιστροφή, παρακαλώ!».

«Μόνος, κύριε;»

«Μόνος;».

***

Όλοι οι τοίχοι του διαμερίσματος ήταν εντοιχισμένοι με βαριές βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία. Βιβλία μελέτης, έρευνας, συντροφικότητας. Ξεχώριζε η βιβλιοθήκη από ξύλο κέδρου. Επάνω ήταν τοποθετημένα τα δικά του συγγράμματα. Αμέτρητα, δερματόδετα συγγράμματα. Και διπλώματα που μαρτυρούσαν μια ζωή αφιερωμένη στην έρευνα και τη μελέτη των ανθρωπίνων σχέσεων.

Προσωπική ζωή; Αργότερα, υπάρχει χρόνος! έλεγε πάντα και μειδίαζε.

Ποτέ δεν του έλειψε τίποτα. Από επιτυχίες, αναγνωρίσεις, βραβεύσεις άλλο τίποτα! Όλα τα έζησε, όλα τα γεύτηκε…

«Για να δούμε, οδοντόκρεμα βάλαμε, ξυριστικά βάλαμε, εσύ αγάπη μου θα βάλεις την κρέμα ημέρας;».

Ανατρίχιασε ευθύς! Απάντησε η ηχώ του. Μετά… σιωπή. Αποπνικτική σιωπή. Συνοφρυώθηκε. Πρώτη φορά αισθανόταν έτσι. Σαν κάτι… να έλειπε;

Άφησε την πετσέτα που δίπλωνε και πλησίασε το παράθυρο. Ο καιρός μουντός, συννεφιασμένος. Ψιχάλιζε. Και το μέσα του ψιχάλιζε όλως παραδόξως. Γιατί; Στην απέναντι πολυκατοικία μια οικογένεια ετοιμαζόταν να δειπνήσει. Τι ωραία που τα παιδιά κάθονταν στα γόνατα του παππού. Στη γωνία του δρόμου, μπροστά απ’ την καφετέρια, ένας νεαρός φιλούσε με πάθος το κορίτσι του. «Και οι οιονδήποτε ερωτοτροπίες απαγορεύονται εις τους δημόσιους χώρους», θυμήθηκε τη διάλεξη που έδωσε πρόπερσυ. Γεροξεκούτη, γιατί; Στο περβάζι ένα ζευγάρι περιστεριών κούρνιαζε για να ζεσταθεί απ’ το κρύο. Ακόμη κι αυτά είναι δύο!

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό και μια μαχαιριά τρύπησε τα στήθια. Πρώτη φορά αυτό το συναίσθημα. Συναίσθημα μοναξιάς!

«Αγάπη μου, είσαι έτοιμη; Θα χάσουμε το αεροπλάνο…».

«Ποιον κοροϊδεύω;», γρύλισε και τα μάτια του γέμισαν υγρό.

Κοίταξε το δωμάτιο. Πόσο άδειο του φαινόταν πλέον. Ένα δωμάτιο που ποτέ δεν άκουσε γυναικεία φωνή, ποτέ δεν ένιωσε σαρκική επαφή, ποτέ δε γέλασε με παιδικά κλάματα και χαμόγελα. Μόνο βιβλία! Άψυχα, βαριά, σκονισμένα βιβλία. Βουβή συντροφικότητα! Σελιδωμένη επιτυχία!

«Είμαι μόνος! Ολομόναχο».

Πού βιάζομαι να πάω αλήθεια, αφού κι εκεί πάλι μόνος θα ‘μαι; Η ζωή τελικώς με προσπέρασε κι εγώ την έχασε. Μάλλον, την έζησα μέσα απ’ τα βιβλία!, συλλογίστηκε κι ένιωσε ένα κόμπο ν’ ανεβαίνει στον λαιμό και να τον πνίγει. .

Έκλεισε τη βαλίτσα και την πέταξε στην ντουλάπα. Κάθισε μπροστά στο παράθυρο κι ατένισε τη βροχή που έπεφτε με δύναμη. Μόνος, όπως έκανε τόσα χρόνια. Μια ζωή, δηλαδή. Πολύ του κακοφάνη απόψε.

Ο χειμώνας ήρθε. Και στην ψυχή του μέσα κατάλαβε πως πάντα είχε ένα χειμώνα που λεγόταν μοναξιά! Πήρε ένα χαρτί κι έγραψε: «Η ζωή σαν σύννεφο τρέχει και χάνεται στο απέραντο γαλάζιο. Κάθε ζωντανός οργανισμός ας ζει για ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται. Ό,τι έχω γράψει ως τώρα αναιρείται ως λανθάνουσα άποψη! Ο άνθρωπος χρειάζεται αγάπη, συντροφικότητα και καλή ζωή μόνο!».