«Χαβάη»

Το διήγημα «Χαβάη» του Μιχάλη Νικολάου δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο booksitting.wordpress.com.

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Χαβάη»:

Κατέβασε το διακόπτη, έθεσε σε λειτουργία το σύστημα συναγερμού, διπλοκλείδωσε την κεντρική είσοδο. Σήκωσε αργά το κεφάλι κι αντίκρισε το κτίριο. Του φάνηκε πιο ψηλό, πιο σαθρό, ένα γιγάντιο τοίχος έτοιμο να τον πλακώσει. Σκυθρώπιασε κι έτρεξε γρήγορα στο μετρό. Δεν ήθελε να χασομερά. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Πάντα ήταν πολύτιμος γι’ αυτόν!

Ο χώρος ήταν ψυχρός, τα βαγόνια μισοάδεια. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα κατάκοπος. Κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά το χαρτοφύλακα. Τα δάχτυλα κτυπούσαν ρυθμικά το μαύρο δέρμα. Κλείδωσε το γραφείο. Ναι, σίγουρα. Επιβάλλεται να το κλείδωσε. Άγγιξε το κλειδί στην τσέπη. Μειδίασε. Όμως… αν κάποιο παράθυρο… Ζάρωσε το μέτωπο ανήσυχα. Μια υποψία ιδρώτα… Όχι, όχι σίγουρα σφραγίστηκαν όπως πρέπει. Τέλος! Δεν ήθελε με τίποτα να επιστρέψει εκεί. Τώρα ένα μόνο τον απασχολούσε. Έβαλε το χέρι και χάιδεψε στην μπροστινή θήκη το χαρτί. Το πολύτιμο χαρτί. Διακοπές! Επιτέλους. Το ταξίδι σ’ εκείνο το θεσπέσιο νησί. Η πεμπτουσία της ζωής του! Γέλασε δυνατά προκαλώντας την κατάπληξη του διπλανού.

Κατέβηκε απ’ το βαγόνι κι ανέβηκε τις σκάλες σαν αίλουρος που κυνηγά το ζαρκάδι. Βγήκε ασθμαίνοντας στο δρόμο. Θεοσκότεινα. Το οδόστρωμα γυάλιζε ακόμη απ’ τη μεσημεριάτικη νεροποντή. Τα σιχάθηκε όλα! Μουντός καιρός, μονότονη, μοναχική ζωή! Το βλέμμα του πλανήθηκε στο νεκρικό δρόμο και καρφώθηκε στην ταμπέλα απέναντί του. Οδός Χαβάη! Για πρώτη φορά την παρατηρούσε εκστασιασμένος. Ναι, ο προορισμός του. Ένα βήμα, ένα μικρό βήμα προς την ευτυχία… Κι αμέσως ένα φως. Κιτρινωπό, εκτυφλωτικό… Οι οφθαλμοί διογκώθηκαν, γέμισαν έκπληξη και μετά…

Ήλιος! Η ακτή ατέλειωτη, γεμάτη άσπρα βότσαλα, θάλασσα λάδι, κρυστάλλινη… και σιωπή. Μια παραδείσια σιγή στη μέση του πουθενά. Γαλήνη. Επιτέλους… στην ψυχή, στο σώμα… το ένιωθε να καίγεται απ’ τη θέρμη των ακτινών… Άνθρωποι τιτίβιζαν, τραγουδούσαν, έψελναν… Θεσπέσιες υπάρξεις τον περιέβαλαν με αγάπη, ερωτικά, παιχνιδιάρικα, έραιναν το κορμί του με μύρα… Τα κύματα, οι ηλιαχτίδες, το γαλάζιο… Και τότε είδε την ομορφιά όλου του κόσμου… μια σειρήνα μεθυστική, σμαραγδένια, μέσα σε θαλασσί μετάξι… Ήθελε να ρουφήξει όλη τη μυρωδιά της, να γίνει ένα με το είναι της. Ένα βήμα και τότε ένα κύμα… τεράστιο, φωτεινό… ένα κτύπημα σε ύφαλο… αίμα ανάβλυζε… ο πόνος… κραυγή… φωνές… ενοχλητικές, γεμάτες αγωνία… Το κεφάλι τράνταξε, το πρόσωπο στράβωσε, το στήθος άνοιξε διάπλατα. Και μετά ένα διαπεραστικό τουτουυυυ… Τα μάτια γέμισαν αίμα, ο ήλιος χάθηκε αργά κάτω από ένα σκοτεινό πέπλο που τον έπαιρνε μαζί του. Έρεβος!

-Ώρα θανάτου; 12 ακριβώς τα μεσάνυχτα!
-Μέρα; Κυριακή.
-Όποιος βιάζεται αυτά παθαίνει. Να μη δει το αυτοκίνητο;

Κι όμως… είδε το φως… το ένιωσε μέσα του… το ταξίδι… το λιόγερμα γεμάτο χρώματα… ουράνιο τόξο στην καρδιά! Ατάραχος, γαληνεμένος αγνάντευε το γαλάζιο πέλαγο και τον θαλασσή ουρανό αγκαλιά με τη σειρήνα του!