17 Feb «Μια Κυριακή…»
Στο μπλογκ potekuriaki.wordpress.com δημοσιεύτηκε το διήγημα του Μιχάλη Νικολάου «Μια Κυριακή…». Η θεματική των διηγημάτων για το μπλογκ, όπως τέθηκε από την Ομάδα Δημιουργικής Γραφής-Στέκι Μεταναστών Θεσσαλονίκης, αφορούσε τα εργασιακά δικαιώματα και πιο συγκεκριμένα τη δουλειά τις Κυριακές.
Ξύπνησε νωρίς. Ελάχιστα είχε κοιμηθεί. Στον τοίχο, στο ημερολόγιο επάνω, είχε κυκλωμένη την ημερομηνία και τη μέρα. Ξυπνούσε και κοιμόταν μαζί τους.
Κυριακή. Μια Κυριακή αλλιώτικη. Επιτέλους… είχε δουλειά. Λίγα λεφτά, αλλά… είχε δουλειά. Και θα άρχιζε αυτή την Κυριακή. «Η τελευταία φορά που είχα εργασία ήταν… ήταν… δε βαριέσαι. Ας μην ασχοληθούμε με το παρελθόν. Σημασία έχει πως βρήκα δουλειά».
Έκανε ένα κρύο μπάνιο. Ήπιε βιαστικά ένα φλιτζάνι καφέ. Στην τηλεόραση, που είχε μείνει όλο το βράδυ αναμμένη, έδειχνε εικόνες από μια μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της πόλης. Άνθρωποι κάθε ηλικίας διαμαρτύρονταν για την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. Έριξε φευγαλέο βλέμμα. Συνοφρυώθηκε. Κάτι πήγε να πει, αλλά… έκανε το σταυρό του, φίλησε τη βρεφοκρατούσα. Δίπλα από ένα παλιό έπιπλο τοιχοαφίσες από παλιό κινηματογράφο. Ασυναίσθητα το μάτι του έπεσε επάνω σε μια εκ των αγαπημένων του: Ποτέ την Κυριακή!
Κατέβηκε στο δρόμο. Στην τσέπη είχε μερικά χρήματα και το συμβόλαιο. Το κράτησε για λίγο μέσα στην παλάμη του. Μειδίασε. «Το εισιτήριο μιας νέας ζωής». Δε θα πήγαινε με το λεωφορείο. Μπορούσε να αργήσει, να πέσει σε κίνηση… Θυμήθηκε τη διαδήλωση. «Θα πάρω ταξί. Τώρα έχω δουλειά!».
Περπάτησε στο στενοσόκακο με κορδωτό βήμα. Αισθανόταν ωραία. Στη γωνία σταμάτησε ένα ταξί. Μπήκε με το δεξί. «Για να πάνε όλα κατ’ ευχήν!». Καλημέρισε τον οδηγό με εγκαρδιότητα. Ο ταξιτζής είπε ένα ξερό «…μέρα» και ξεκίνησε.
Για πού;
Στην οδό…
Παύση. Στον παραλογισμό της χαράς την ξέχασε. Στιγμιαία πανικοβλήθηκε. Έπειτα, κοίταξε στο δεξί χέρι, που την είχε σημειώσει από τη μέρα που του την ανέφεραν. Την ανανέωνε νυχθημερόν. Τη χάιδεψε απαλά. Την πρόφερε με δέος!
Ξέρεις… σήμερα αρχίζω δουλειά.
Είχε ανάγκη να το πει κάπου. Να μοιραστεί τη χαρά του…
Πάνε χρόνια να βρω δουλειά κι έτσι…
Ο ταξιτζής δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου. Βαριόταν τη λογοδιάρροια των πρωινών πελατών. Η φωνή του εκφωνητή με ένταση:
«Στο κέντρο γίνεται πανδαιμόνιο. Κόσμος κατακλύζει την κεντρική πλατεία απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας. Και κατάργηση της Κυριακής ως εργάσιμης…».
Ο ταξιτζής κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι.
Και μετά σου λένε ανεργία και άλλες τέτοιες αηδίες. Εμείς δηλαδή που δουλεύουμε τι να πούμε; Ε; Τι σημασία έχει αν είναι Δευτέρα ή Κυριακή, μπορείς να μου πεις; Σημασία έχει να έχεις δουλειά. Να, όπως εσύ να πούμε. Σήμερα είναι Κυριακή και πας δουλειά. Τι θα πάθεις δηλαδή;
Ο νεαρός δεν είπε τίποτα. Κατά βάθος συμφωνούσε μαζί του. Τόσος καιρός χωρίς δουλειά…
Μην πάτε προς το κέντρο, θα αργήσουμε.
Ε, ρε φασισμός που τους χρειάζεται! Ξερόβηξε.
Ο νεαρός κόμπιασε. Όχι πως ανήκε σε κομματικές παρατάξεις και τέτοια, αλλά όσο να ‘ναι θεωρούσε πως η αργία της Κυριακής ήταν αναφαίρετο δικαίωμα κάθε εργαζόμενου. Ως φοιτητής άλλωστε το απαίτησε. Το έγραψε στους τοίχους…
Δικαίωμα κάθε εργαζόμενου, σιγοψιθύρισε.
Ο ταξιτζής τον κοίταξε από το παραθυράκι.
Είπες κάτι;
Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Θυμήθηκε τη γιαγιά του στο χωριό που έλεγε πως η Κυριακή είναι μέρα ξεκούρασης. «Για όλους. Όποιος αρχίζει δουλειά την Κυριακή, μαύρα όλα θα του πάνε», έλεγε η μακαρίτισσα.
Τι μπορούσε να κάνει; Του είπαν «έλα Κυριακή για δουλειά». Αν τους έλεγε «καλύτερα Δευτέρα» μπορεί και να την έχανε.
Στο ραδιόφωνο η φωνή τον επανέφερε: «εδώ κοντά μας έχουμε μια γυναίκα που διαμαρτύρεται. «Πώς θα βλέπουμε τα παιδιά μας, ε; Όταν δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ Δευτέρα – Κυριακή πώς θα βλέπουμε τα παιδιά μας;». Άλλος: «η Κυριακή είναι μέρα ξεκούρασης. Το είπε κι ο Κύριος». Και κάποιος τρίτος: «φτάνει η εκμετάλλευση. Όλοι στον αγώνα για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αγωνιστήκαμε για ένα καλύτερο μέλλον κι όχι για συνθήκες δουλείας για τα παιδιά μας. Για πενταροδεκάρες ξεφτιλιζόμαστε. Αξιοπρέπεια πάνω από όλα! Αξιοπρέπεια…«.
Η συχνότητα άλλαξε. Λαϊκό άσμα αντικατέστησε τις διαμαρτυρίες.
Βρε, ξύλο που θέλουν τα κοπρόσκυλα!
Ανατρίχιασε. «Αξιοπρέπεια». Η λέξη τον έκοψε σαν μαχαιριά. Και… τα λόγια της γιαγιάς…
Σταμάτα.
Μα…
Σταμάτα!
Κατέβηκε βιαστικά. Πλήρωσε. Περπάτησε προς το κέντρο αργά. Κόσμος δίπλα του περπατούσε με γοργό ρυθμό κρατώντας στα χέρια πλακάτ. Συνθήματα, φωνές, τραγούδια.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη. Έβγαλε το συμβόλαιο. Διάβασε: «θα δουλεύετε επτά μέρες την εβδομάδα, οκτώ ώρες την ημέρα για…». «Και την Κυριακή;», ρώτησε. «Και την Κυριακή! Επίσης, μπορεί να δουλεύετε και περισσότερες ώρες. Και ό, τι άλλο σας ζητηθεί. Έχετε πρόβλημα;». «Τι πρόβλημα να έχω… εγώ… εγώ εδώ και καιρό δεν έχω δουλειά, εδώ και καιρό… οπόταν…».
Ο άνεμος φύσηξε ελαφρύς. Το χαρτί στα χέρια του κουνήθηκε. Κι ο ίδιος… ταρακουνήθηκε. Το κρατούσε με τα ακροδάχτυλα. Στο μυαλό του μια λέξη γυρνούσε. «Αξιοπρέπεια». Και… «όποιος αρχίζει δουλειά την Κυριακή, μαύρα όλα θα του πάνε». Μετά… το άφησε. Άφησε τα όνειρά του να φύγουν. Θες από φόβο, θες από… αξιοπρέπεια! Ο άνεμος το σήκωσε στον ηλιόλουστο ουρανό. Γρηγόρησε το βήμα του. Μέσα του σιγοψιθύριζε «ποτέ την Κυριακή!».
Έφτασε στην κεντρική πλατεία. Κοσμοσυρροή. Αναμείχθηκε με το πλήθος. Έγινε ένα με αυτούς. Φώναζε δυνατά:
Αξιοπρέπεια!